ρούχα

ρούχα
clothes

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • ρούχο — το / ῥοῡχον, ΝΜ ένδυμα, φόρεμα (α. «κι εις το ρούχο σου έσταζ αίμα, πλήθος αίμα ελληνικό», Σολωμ. β. «λαμπρὸν ἐφόρει ῥοῡχον, πολύτιμον καὶ θαυμαστόν», Διγ. Ακρ.) νεοελλ. 1. ύφασμα 2. φρ. α) «είναι στα ρούχα» ή «έπεσε στα ρούχα» είναι άρρωστος,… …   Dictionary of Greek

  • Ουγκάντα — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με το Σουδάν, Α με την Κένυα, Δ με τη Δημοκρατία του Κονγκό· Ν ορίζεται κατά μεγάλο μέρος από τη λίμνη της Βικτόριας και μόνο στο δυτικό τμήμα συνορεύει με την Τανζανία και με τη Ρουάντα.Η Ο. (η ονομασία …   Dictionary of Greek

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • πλέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πλείω, Α 1. (για σκάφος) κινούμαι στην επιφάνεια θάλασσας, λίμνης, ποταμού, ταξιδεύω (α. «το πλοίο έπλεε κανονικά όταν σημειώθηκε η έκρηξη» β. «Ἑλλήσποντον ἐπ ἰχθυόεντα πλεούσας νῆας ἐμάς», Ομ. Ιλ.) 2. ταξιδεύω, μετακινούμαι από …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρικές οικιακές συσκευές — Συσκευές των οποίων η λειτουργία βασίζεται στον ηλεκτρισμό και οι οποίες αυτοματοποιούν σε μικρό ή μεγάλο βαθμό διάφορες οικιακές εργασίες. Οι η.ο.σ., λόγω της μεγάλης τους διάδοσης, έχουν δημιουργήσει μια ανθηρότατη βιομηχανία και κατέχουν… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • μαυροφορώ — [μαυροφόρος] 1. φορώ μαύρα ρούχα, πενθώ («μαύρα θα βάλω να φορώ να με θωρούν να λέσι κρίμα στ αγγελικό κορμί και να μαυροφορέσει», δημ. τραγούδι) 2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυροφορεμένος, η, ο(ν) αυτός που φορά μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί …   Dictionary of Greek

  • πλύστρα — η, Ν 1. γυναίκα που πλένει κατ επάγγελμα ρούχα σε ξένα σπίτια ή ξένα ρούχα στο δικό της σπίτι, πλύντρια 2. πέτρινη πλάκα ή σανίδα που προσαρμόζεται στη μία άκρη τής σκάφης και πάνω στην οποία πλένονται με τρίψιμο τα ρούχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνω… …   Dictionary of Greek

  • Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική …   Dictionary of Greek

  • ρούχο — το 1. κάθε ύφασμα: Πάρε άλλο ένα μέτρο από το ίδιο ρούχο. 2. κάθε είδος ένδυμα: Έσκισε σ ένα καρφί το ρούχο της. 3. στον πληθ., ρούχα το σύνολο της εξωτερικής αντρικής ενδυμασίας, φορεσιά, κουστούμι: Πήγε να προβάρει τα ρούχα που φτιάχνει. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”